Τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν τον συντάκτη τους, χωρίς να συμπίπτουν κατ' ανάγκη με την άποψη του Tvxs.gr
Το προηγούμενο Σάββατο, διοργανώθηκε στο διοικητικό διαμέρισμα του Βερολίνου, Wilmersdorf, μια «ανοιχτή έκθεση», σύμφωνα με τους διοργανωτές της, η οποία φέρει το όνομα «Zwischentag» και μπορεί να εκληφθεί τόσο ως «ενδιάμεση ημέρα» όσο και ως «ενδιάμεση συνέλευση». Τι διαμεσολαβείται, λοιπόν, από αυτή τη διοργάνωση, ποιούς θέλει να συνεγείρει και προς ποιά «επόμενη ημέρα»; Του Νίκου Σκοπλάκη
Οι διοργανωτές περιέγραψαν την «Zwischentag» σαν «αυτοσυνειδησία και δικτύωση ενός φάσματος, το οποίο αυτοπροσδιορίζεται ανοιχτά ως δεξιό και επιδιώκει με σοβαρότητα το προγραμματικό σχέδιο μιας πολιτιστικής επανάστασης». Για τις αντιφασιστικές οργανώσεις, οι διοργανωτές και οι συμμετέχοντες στην «Zwischentag» και σε ανάλογες «ανοιχτές εκθέσεις» δεν είναι τίποτε άλλο παρά «ακροδεξιοί, οι οποίοι αναγορεύονται σε ελίτ, εθνικιστές με κοστούμι, ναζιστές με δίπλωμα». Το δίκτυο των συμμετεχόντων, το «φάσμα» που περιέγραψαν οι διοργανωτές, συναντιέται με τρόπο περισσότερο ή λιγότερο συγκαλυμμένο, σε ένα πεδίο αποκατάστασης του εθνοφυλετισμού, του ρατσισμού, του κοινωνικού δαρβινισμού, των ιεραρχιών, της ανασυγκρότησης αυταρχικού κράτους με την οικονομική βάση του νεοφιλελευθερισμού. Ο κοινός κορμός που συνέχει αυτό το «φάσμα» για τη διεύρυνση της κοινωνικής του απεύθυνσης, είναι αυτό που αποδίδεται επιγραμματικά από την ακροδεξιά εφημερίδα «Junge Freiheit» («Νέα Ελευθερία»): «Χρειαζόμαστε μια ριζική επανάσταση από τα δεξιά».
Η ίδια εφημερίδα, οργανικό τμήμα του «φάσματος», συμβάλλει ενεργητικά σε κάθε απόπειρα να οξυνθούν οι αιχμές του γερμανικού συντηρητισμού, ώστε οι μεταπολιτικές στοχεύσεις της σύγχρονης, πολύμορφης γερμανικής ακροδεξιάς να επιδράσουν στον «μεσαίο χώρο», να αναδειχτούν σε «juste milieu» στον δημόσιο λόγο μιας ισχυρής δεξιάς ιδεολογικής ηγεμονίας. Σε αυτά ακριβώς τα συμφραζόμενα συνδιοργάνωσε και το εγχείρημα της «Βιβλιοθήκης του συντηρητισμού» («Bibliothek des Konservatismus»), η οποία στεγάζεται από το φθινόπωρο του 2012 στην Fasanenstraße του Βερολίνου. Η μεγάλης κυκλοφορίας εφημερίδα «Die Welt» (του «πεφωτισμένου» συντηρητισμού) είχε παρουσιάσει σε εκτενές αφιέρωμά της την βιβλιοθήκη των 60.000 τόμων, δίνοντας σε ένα μικρό απόσπασμα τόσο τις ιστορικές διασυνδέσεις όσο και τις περιπλοκές της σχέσης (νεο)συντηρητισμού και φασισμού: «Από τη συνεργασία τους με τον Χίτλερ, οι συντηρητικοί δεν συνήλθαν μέχρι σήμερα. Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και σαν συνέπεια της αυξανόμενης ευημερίας, οι οργανωμένοι στην χριστιανοδημοκρατική ένωση συντηρητικοί (CDU/CSU) κατέληξαν στην τροχιά ενός σοσιαλισμού της αναδιανομής [sic!], ο οποίος απομείωσε περαιτέρω τα τελευταία αποθέματα συντηρητικών αξιών» [1].
Στην πραγματικότητα, ένα μεγάλο μέρος του γερμανικού συντηρητικού κόσμου αισθανόταν στριμωγμένο από τις εξελίξεις μετά την συντριπτική ήττα του 1945. Η πιο ανεμπόδιστη ανάπτυξη των ταξικών αντιθέσεων στον δημόσιο χώρο, η ανάπτυξη των διεκδικητικών κινημάτων επί μία εικοσαετία, η έστω αντιφατική θεσμική αποτύπωση χειραφετητικών προταγμάτων συνοδεύονταν από τη διαρκώς φοβική αντιμετώπιση του ενδεχόμενου για μια μετα-αστική κοινωνία αναβαθμισμένου εκδημοκρατισμού, όπου τα «τελευταία αποθέματα συντηρητικών αξιών» θα ήταν οριστικά ξεπερασμένα. Ο γερμανικός συντηρητισμός δεν είχε πάψει να νοσταλγεί μια εποχή κατά την οποία τα δεξιά (και ακροδεξιά) ρεύματα σκέψης από το 1918 μέχρι το 1932 ενοποιούνταν αποτελεσματικά σε συντηρητικές τεχνοκρατικές ελίτ (όπως λ.χ. το «Herrenklub»), οι οποίες μπορούσαν να επιδρούν ιδεολογικά ως «Volkskonservativen» («εθνικοί συντηρητικοί») στον «μεσαίο χώρο» της εποχής τους, για την επιβολή του αυταρχικού κράτους ή για την ταξική πολιτική των «έκτακτων διαταγμάτων», αξιοποιώντας το εθνικολαϊκιστικό ρεύμα στη μετάβαση από τη διαχείριση Brüning στο πείραμα Kurt von Schleicher και στον «αντιδραστικό μοντερνισμό» του Χίτλερ.
Η πολύπλοκη και συχνά λεπτοφυής κίνηση του γερμανικού συντηρητισμού, σε όλες τις συγκεκριμένες διάρκειες, παραλλαγές, επιβεβλημένες ρήξεις και αναδιατάξεις του ως προς την ακροδεξιά και τον εκφασισμό, αποδίδεται χαρακτηριστικά από τον κοινωνιολόγο Leo Kofler: η φύση του συντηρητισμού προσδιορίζεται από τη διαρκώς αναγκαία προσαρμογή του στις ιδεολογικές απαιτήσεις εκμετάλλευσης του κεφαλαίου. Άλλωστε, ακόμα κι αν παραβλέψουμε την μεταπολεμική ένταξη μεγάλου αριθμού ναζιστών στα κόμματα της χριστιανοδημοκρατικής ένωσης, είναι δύσκολο να μας διαφύγει η ρήση του «πατριάρχη» της CSU, Franz Josef Strauß, με το ναζιστικό παρελθόν: «Συντηρητικός είναι όποιος προελαύνει στην αιχμή της προόδου». Αν σύμφωνα με τον ιστορικό François Simiand, «δεν υπάρχει γεγονός όπου να μην διακρίνεται […] ένα μέρος της σύμπτωσης και ένα μέρος της κανονικότητας», δεν είναι αδιάφορο ότι από την αποχώρηση ηγετικών στελεχών της CSU ιδρύθηκε το ακροδεξιό κόμμα «Die Republikaner», με ευθείες αναφορές στον φασισμό. Σίγουρα, όμως, δεν είναι τυχαίο ότι ο αντιδραστικός μοντερνισμός που εισηγήθηκε ο Strauß ως αιχμή ανασύνταξης του συντηρητισμού, αλληλεπιδρά με την μεταπολιτική της σύγχρονης ακροδεξιάς.
Οι τάσεις αυτού του αντιδραστικού μοντερνισμού υπέρ των δυνάμεων του κεφαλαίου μοιάζουν να συνοψίζονται στα εξής στοιχεία: διασφάλιση της «εθνικής συνέχειας» (με το επίσημο, πια, ιδεολόγημα της «Leitkultur»), προσανατολισμός σε μια αυταρχική αναδιάταξη του κράτους, επιθετικός νεοφιλελευθερισμός της εθνικής αναδίπλωσης. Οι ψυχώσεις περί «απώλειας της κυρίαρχης κουλτούρας» και «ανεξέλεγκτης μετανάστευσης», η αποδόμηση του κοινωνικού κράτους και η δραστική συρρίκνωση εργασιακών κατακτήσεων, ο δεξιός λαϊκισμός της Μέρκελ στη διαχείριση της οικονομικής και νομισματικής πολιτικής, η ολοένα εχθρικότερη αντιμετώπιση των κοινωνικών διεκδικήσεων καθιστούν τον γερμανικό νεοσυντηρητισμό περισσότερο ανοιχτό σε όλες τις εκδοχές ακροδεξιάς μεταπολιτικής όσο και στην ιστορικά παρωχημένη κουλτούρα του βισμαρκικού παλαιοκαθεστωτισμού, από την οποία αρδεύτηκε προνομιακά ο εκφασισμός. Σε αυτό το πλαίσιο, μεταπολεμικές αντιθέσεις αδυνατίζουν, νέες διασυνδέσεις ρευματοδοτούνται και παλιότερες ανιχνεύουν πεδία συστηματικότερης επαφής. Χωρίς να λείπουν και τα νέα δεδομένα.
Η εκλογική αποτυχία της FDP φαίνεται να παραχωρεί την πρωτοκαθεδρία διάδοσης του κοινωνικού δαρβινισμού στο μόρφωμα «Εναλλακτική για τη Γερμανία» («Alternative für Deutschland», AfD). Η δυναμική της AfD (παρά την αποτυχία της να εισέλθει στο ομοσπονδιακό κοινοβούλιο) αναπτύχθηκε στο πεδίο του επιθετικού νεοφιλελευθερισμού της εθνικής αναδίπλωσης και της δραστικής φορολογικής ελάφρυνσης για τους υπερπλούσιους. Τα ηγετικά στελέχη της προέρχονται σε μεγάλο βαθμό από τους κύκλους νεοφιλελεύθερων και νεοσυντηρητικών οικονομολόγων των δεξιών κυβερνητικών κομμάτων. Ο επικεφαλής του κόμματος, καθηγητής μακροοικονομίας Bernd Lucke, έχει κατ’ επανάληψη υποστηρίξει τη θέση ότι η Γερμανία είναι «χώρα υψηλών μισθών» («Hochlohnland»), ενώ ένα άλλο ηγετικό στέλεχός της, ο καθηγητής Οικονομίας Joachim Starbaty, είναι δραστήριος στη διάδοση αντικοινωνικών νεοφιλελεύθερων θέσεων (στον όμιλο «Aktionsgemeinschaft Soziale Marktwirtschaft»), αλλά και στην υποστήριξη αυταρχικών αναδιατάξεων στην κοινωνία [2]. Για να ψέξει μια κοινωνία με ισχυρό αντιπολεμικό κίνημα, όπως η γερμανική, ένας άλλος τεχνοκράτης της AfD, ο Alexander Gauland (επί σειρά ετών στέλεχος της «πεφωτισμένης» CDU), δημοσίευσε στην εφημερίδα «Τagesspiegel» άρθρο με τίτλο, «Γιατί οι Γερμανοί δυσκολεύονται τόσο με τη βία» [3]. Δεν διστάζει, μάλιστα, να εγγραφεί στην παράδοση των παλαιοκαθεστωτικών «συντηρητικών φιλελεύθερων», υιοθετώντας μια, προσφιλή στην ακροδεξιά, θέση του Μπίσμαρκ: «Δεν θα αποφασιστούν με λόγους και πλειοψηφικές αποφάσεις τα μεγάλα ζητήματα της εποχής-αυτό υπήρξε το μεγάλο σφάλμα του 1848 και 1849-αλλά με σίδερο και αίμα». Αντιλαμβάνεται κανείς για ποιό λόγο το ακροδεξιό περιοδικό «Sezession» («Αποσκίρτηση») εναποθέτει ελπίδες στην AfD αναφορικά με την υπόθεση της (εκφασιστικής) «δεξιάς ηγεμονίας»: «Μια εναλλακτική που θέλει να έχει ευκαιρίες να διαρρήξει το σπιράλ της σιωπής, πρέπει να έρθει από τον «μεσαίο χώρο» και να κάνουν την εμφάνισή τους συντελεστές, τους οποίους δεν είχε υπολογίσει κανείς μέχρι τώρα» [4]. Στη ρητορική της AfD, εξάλλου, φαίνεται η επίδραση της λεπενικής αντίληψης «οι λέξεις είναι όπλα», αφού καταχράται τον όρο «άμεση δημοκρατία», για να καμουφλάρει τον πόθο επιστροφής σε ένα βοναπαρτικό σύστημα άμεσης εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας.
Μια αιχμή της AfD για την εκπαιδευτική πολιτική, όμως, αναδεικνύει τον ιδιαίτερο ρόλο που της επιφυλάσσεται στην αποενοχοποίηση και ενίσχυση των συνεκτικών δεσμών ανάμεσα στον νεοφιλελεύθερο συντηρητισμό και την ακροδεξιά: Εισηγείται τη μετατροπή της εκπαίδευσης σε «δομική υποχρέωση της οικογένειας», με συμπληρωματικό μόνο ρόλο του κράτους στη χρηματοδότησή της. Η επιθυμία για αυστηρότερη οριοθέτηση της εκπαίδευσης από ευρύτερα λαϊκά στρώματα, σαν «προνόμιο», ήταν ισχυρή, αλλά υπόρρητη, μεταξύ των συντηρητικών γερμανικών ελίτ. Στους καιρούς της νεοφιλελεύθερης εμβάθυνσης, αυτά τα παλαιοκαθεστωτικά στερεότυπα κερδίζουν έδαφος, στο σημείο συνάντησης των νεοσυντηρητικών ελίτ με ανερχόμενους μικροαστούς της τεχνοκρατικής γνώσης, οι οποίοι επιδιώκουν στο φόντο της κρίσης τον κατακερματισμό και την ιεράρχηση της εκπαιδευτικής πολιτικής στα πρότυπα μιας «marktkonforme Demokratie» («δημοκρατία συμμορφωμένη στην αγορά»). Η νεοφιλελεύθερη στερεοτυπία για τον κοινωνικό μετασχηματισμό με άξονα τις ανάγκες του κεφαλαίου διευρύνει συνεχώς την εμβέλεια των συντηρητικών ελίτ στη διαμόρφωση, στεγανοποίηση και ιεραρχημένη διάθεση της γνώσης.
Δεν έπαψε, άλλωστε, ποτέ η συνύπαρξη των κυβερνητικών δεξιών κομμάτων με ανοιχτά ακροδεξιές αντιλήψεις εντός παραδοσιακών φοιτητικών αδελφοτήτων («Burschenschaften»), οι οποίες διέσωζαν τον κορμό των αντιδιαφωτιστικών και παλαιοκαθεστωτικών ιδεολογημάτων, διαμόρφωναν έδαφος για φασιστικές αναφορές και ταυτοχρόνως αποτελούσαν ένα ιδιότυπο εκκολαπτήριο νεοσυντηρητισμού σε φοιτητικούς κύκλους, σε πλήρη αντίθεση με το φοιτητικό κίνημα. Στη νομική υπηρεσία της ένωσης των αδελφοτήτων, D.B., βρίσκονται παράγοντες της χριστιανοδημοκρατικής ένωσης, που δεν αντιλαμβάνονται ως απειλή για τη δημοκρατία τον κουλτουραλιστικά θεμελιωμένο ρατσισμό, τη μεγαλογερμανική νοσταλγία και το αμάλγαμα ακροδεξιών κοινωνιακών στερεοτύπων και νεοσυντηρητικού ελιτισμού [5].
Στο β’ μέρος θα εξετάσουμε κάτω από ποιούς συγκεκριμένους όρους ο νεοσυντηρητισμός αναπλάθει την γερμανική ακροδεξιά και αναπροσδιορίζεται με αυτήν, πώς οι μηχανισμοί και οι συνθήκες παραγωγής «δεξιάς ηγεμονίας» στρέφονται εναντίον των διεκδικητικών κινημάτων και της Αριστεράς, στην προσπάθεια να καταστήσουν τη νεοφιλελεύθερη εμβάθυνση πάγιο και αδιαμφισβήτητο στοιχείο της «γερμανικής ταυτότητας».
___________
Σημειώσεις
[1] Heimo Schwilk, „Der wahre Konservative ist für den Fortschritt offen“, εφημερίδα «Die Welt», 26.11.2012.
[2] Αρθρογραφούσε δραστήρια στην ακροδεξιά εφημερίδα «Junge Freiheit», αλλά και στο επίσης ακροδεξιό περιοδικό «για την πνευματική-πολιτισμική ηγεμονία των δεξιών», «Criticon».
[3] «Warum sich die Deutschen mit Gewalt so schwer tun», εφ. «Τagesspiegel», 23.7.2012. Βλ. αναλυτικά εδώ.
[4] «Ein Gespräch mit Dieter Stein über die Alternative für Deutschland», περιοδικό «Sezession», ειδικό τεύχος Μαΐου 2013.
[5] Αναλυτικά εξετάζονται αυτές οι παράμετροι στο καινούργιο βιβλίο του Dietrich Heither, „Burschenschaften”, εκδόσεις «Pappy-Rossa», Κολωνία, 2013.
Στην Ελλάδα τα ΜΜΕ που στηρίζουν τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές, χρημαδοτούνται από το ... κράτος. Tο tvxs.gr στηρίζεται στους αναγνώστες του και αποτελεί μια από τις ελάχιστες ανεξάρτητες φωνές στη χώρα. Mε μια συνδρομή, από 2.9 €/μήνα,ενισχύετε την αυτονομία του tvxs.gr και των δημοσιογραφικών του ερευνών. Συγχρόνως αποκτάτε πρόσβαση στα ντοκιμαντέρ και το περιεχόμενο του 24ores.gr.
Δες τα πακέτα συνδρομών >



