Κι όμως υπάρχουν σοσιαλδημοκρατικά κόμματα στην Ευρώπη που κάνουν την έκπληξη. Η Κεντροαριστερά σχεδόν παντού έχει σημαντικές απώλειες. Είναι ο κανόνας. Το γιατί συμβαίνει αυτό, είναι το αντικείμενο μιας μεγάλης συζήτησης. Αλλού κάνουν γενναία αυτοκριτική (Γερμανία, Γαλλία), αλλού όμως επιμένουν ότι δεν αρμένιζαν στραβά, αλλά ότι ο γιαλός ήταν στραβός.

Οι περισσότεροι πάντως συμφωνούν ότι οι αιτίες του εκλογικού καταποντισμού είναι η άνευ όρων συμπόρευση με τον νεοφιλελευθερισμό, η συναίνεση των κομμάτων της στο ξήλωμα του κοινωνικού κράτους και για ορισμένους αναλυτές στις αιτίες πρέπει να προσθέσουμε και την αποστροφή των ηγετικών φραξιών των κομμάτων της απέναντι στο ενδεχόμενο συνεννόησης με τα σχήματα της άλλης Αριστεράς, τα οποία σε κάποιες χώρες παρουσιάζουν αξιοπρόσεκτη δυναμική και καταλαμβάνουν τον χώρο που εγκατέλειψε η σοσιαλδημοκρατία.

Η μία έκπληξη έρχεται από τη Μ. Βρετανία, όπου ο Τζέρεμι Κόρμπιν, παρά τον πόλεμο που δέχτηκε από το σύστημα (τον είχε «επικηρύξει») και από τα κυρίαρχα μέσα ενημέρωσης (γραφικός, αριστεριστής, φίλος των τρομοκρατών) και παρά το σαμποτάζ της δεξιάς πτέρυγας (Μπλερ, Μπράουν), κατάφερε να κινητοποιήσει τα κοινωνικά στρώματα που είχαν απογοητευθεί από την πολιτική του «τρίτου δρόμου» και πέτυχε σπουδαία εκλογική επίδοση, δημιουργώντας τις προϋποθέσεις για την επιστροφή του Εργατικού Κόμματος στην εξουσία. Είναι όντως μια θετική εξέλιξη.

Σίγουρα πάντως πιο ενθαρρυντική είναι η κατάσταση στην Πορτογαλία. Στη χώρα αυτή υπάρχει κυβέρνηση μειοψηφίας των σοσιαλιστών την οποία στηρίζουν το Κομμουνιστικό Κόμμα και το Μπλόκο (κάτι σαν τον ΣΥΡΙΖΑ πριν από τη διάσπαση του 2015). Και είναι πιο ενθαρρυντική για τις δυνάμεις που μάχονται κατά της λιτότητας και της γερμανικής Ευρώπης, γιατί η επιτυχία προκύπτει από ένα κόμμα που είναι στην κυβέρνηση.

Στις δημοτικές εκλογές που έγιναν στην Πορτογαλία το σοσιαλιστικό κόμμα κέρδισε 158 δήμους σε σύνολο 308, αποσπώντας ποσοστό 38% έναντι 32,3% που είχε στις βουλευτικές εκλογές του 2015. Ο πρωθυπουργός Αντόνιο Κόστα δήλωσε ότι «ισχυροποιείται η αλλαγή που ξεκινήσαμε στη Βουλή πριν από δύο χρόνια, η οποία έχει καταδείξει στη χώρα ότι είναι εφικτό να έχουμε καλύτερα αποτελέσματα με νέες πολιτικές».

Πράγματι, ο Κόστα αμφισβήτησε εμπράκτως τη λιτότητα και πέτυχε ανάκαμψη της οικονομίας με μείωση του δημόσιου ελλείμματος και της ανεργίας στα δύο χρόνια που είναι στα πράγματα.

Τον πρώτο καιρό η Κομισιόν, το Βερολίνο, το ΔΝΤ, οι ντόπιες οικονομικές ελίτ και η Δεξιά προέβλεπαν πισωγύρισμα της οικονομίας και εξέφραζαν τη βεβαιότητα ότι σύντομα η Πορτογαλία θα υποχρεωθεί να υπογράψει νέο σκληρό μνημόνιο. Για την ώρα τούς διαψεύδει. Επίσης, δεν τους άρεσε καθόλου η προγραμματική συμφωνία που έκανε ο Κόστα με τους κομμουνιστές και τους ριζοσπάστες.

Αυτή η επιλογή του Πορτογάλου πρωθυπουργού είναι σε ευθεία αντίθεση με την κυρίαρχη άποψη, σύμφωνα με την οποία τα κόμματα της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς είναι λαϊκιστικά, εξτρεμιστικά και αντιευρωπαϊκά, άρα συνιστούν απειλή για την πολιτική και θεσμική κανονικότητα. Η συνεργασία προχωρά, τα προβλήματα και οι εντάσεις ξεπερνιούνται με αμοιβαίες υποχωρήσεις.

Είναι το πορτογαλικό παράδειγμα η ενδεδειγμένη απάντηση της Αριστεράς στην επέλαση του νεοφιλελευθερισμού και πρέπει να βρει μιμητές; Εκτός από το κλασικό επιχείρημα που λέει ότι οι κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες διαφέρουν από χώρα σε χώρα και ότι από τα μοντέλα διακυβέρνησης αντλούμε εμπειρίες, δεν τα αντιγράφουμε, υπάρχει και το αποτέλεσμα των δημοτικών εκλογών στην Πορτογαλία.

Ενισχύθηκε το σοσιαλιστικό κόμμα, αλλά οι σύμμαχοί του έχασαν έδαφος. Ψηφοφόροι του Κ.Κ. Πορτογαλίας και του Μπλόκο μετακινήθηκαν προς τους σοσιαλιστές. Απ’ αυτήν την εξέλιξη ποιο συμπέρασμα βγαίνει; Οτι ήταν λανθασμένη η επιλογή της στήριξης, γιατί σ’ αυτές τις περιπτώσεις κερδίζει πάντα ο μεγαλύτερος εταίρος;

Αυτό θα ισχυριστούν οι τάσεις στο εσωτερικό των δύο κομμάτων που είχαν αντιρρήσεις για τη συνεργασία. Οτι έπρεπε οι κομμουνιστές και οι ριζοσπάστες του Μπλόκο να μπουν στην κυβέρνηση παίρνοντας θέσεις ευθύνης, έτσι ώστε και το στίγμα τους θα ήταν πιο ευδιάκριτο στην κοινωνική πολιτική και εκλογικά κέρδη θα είχαν;

Κι αυτή η άποψη έχει οπαδούς στις τάξεις των δύο κομμάτων. Πρόκειται για την επανεμφάνιση του προαιώνιου διλήμματος: Αριστερά της διαμαρτυρίας και σε επαναστατική επαγρύπνηση περιμένοντας το ιδανικό σημείο εκκίνησης; Ή Αριστερά που αναλαμβάνει ευθύνες διακυβέρνησης συμμετέχοντας σε συμμαχικά σχήματα με στόχο την υπεράσπιση των εργαζομένων; Εύκολη απάντηση δεν υπάρχει.

Στο μακρινό παρελθόν ο εμφύλιος σοσιαλδημοκρατών-κομμουνιστών στη Γερμανία έστρωσε τον δρόμο στον ναζισμό. Τη δεκαετία του ’70 οι Ιταλοί κομμουνιστές στο πλαίσιο της γραμμής του ιστορικού συμβιβασμού επεδίωξαν τη συμμαχία με τους χριστιανοδημοκράτες και την εμπλοκή τους στην κυβέρνηση. Το σχέδιο έμεινε στα χαρτιά -έπαιξε ρόλο και η δολοφονία του Αλντο Μόρο.

Η συμμετοχή των Γάλλων κομμουνιστών στην πρώτη κυβέρνηση Μιτεράν (το κοινό πρόγραμμα) στις αρχές της δεκαετίας του ’80 αποδείχθηκε καταστροφική για το κόμμα. Συνεπώς η Ιστορία έχει μιλήσει και έτσι και αλλιώς, υπονομεύοντας τις βεβαιότητες και της μιας και της άλλης στρατηγικής.